χηρήϊος, ion. statt χήρειος, Antimach. bei Hes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηρήϊος — ΐα, ον, Α (επικ. τ.) βλ. χήρειος … Dictionary of Greek
χήρειος — εία, ον, και επικ. τ. χηρήιος, ΐα, ον, Α [χήρα] αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek