- χηρία
χηρία, ἡ, = χηρεία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηρία, ἡ, = χηρεία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηρία — ἡ, Α βλ. χηρεία … Dictionary of Greek
χηριά — η, Ν βλ. χηρεία … Dictionary of Greek
χηρεία — η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α [χήρα] 1. η κατάσταση τού χήρου ή τής χήρας νεοελλ. 1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία τής προεδρίας») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ԱՅՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0099 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 14c գ. Որպէս այր գոլ. եւ մարդկութիւն. մարդեղութիւն. *Ոմանք ʼի մանկութիւն, կէսք ʼի կատարեալ այրութիւն. Երզն. մտթ.: *Իբրու թէ զուր տնօրինեալ սակս նորա բոլորն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κακοπαντριά — η κακός γάμος: Από την κακοπαντριά κάλλια είναι η χηριά (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)