- χηράμβη
χηράμβη, ἡ, eine Muschelart, Sophron u. Archil. bei Ath. III, 86, v. l. χήραβος, s. χῆραψ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηράμβη, ἡ, eine Muschelart, Sophron u. Archil. bei Ath. III, 86, v. l. χήραβος, s. χῆραψ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηράμβη — ἡ, Α 1. είδος κοχυλιού 2. χηραμβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. χηραμός «οπή, κοίλωμα» (πρβλ. χηραμίς/ ύς «είδος κοχυλιού») και εμφανίζει επίθημα μ βη, όπως και άλλα ον. ζώων (πρβλ. κόλυ μ β ος, σήρα μ β ος)] … Dictionary of Greek
χηράμβης — χηράμβη scallop fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηράμβα — χηράμβᾱ , χηράμβη scallop fem nom/voc/acc dual χηράμβᾱ , χηράμβη scallop fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηράμβας — χηράμβᾱς , χηράμβη scallop fem acc pl χηράμβᾱς , χηράμβη scallop fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηραμβής — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «χηραμβής χηρῶν οἴκημα» β) «λεία». [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος συνδέεται με τη λ. χηραμός «οπή, κοίλωμα» και ο οποίος πιθ. πρέπει να αναγνωσθεί ως χηράμβη] … Dictionary of Greek