- χορο-λέκτης
χορο-λέκτης, ὁ, der den Chor auswählt, aufstellt und anordnet; Ael. H. A. 6, 11. 15, 5; Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορο-λέκτης, ὁ, der den Chor auswählt, aufstellt und anordnet; Ael. H. A. 6, 11. 15, 5; Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυστολέκτης — μυστολέκτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που κατέχει και αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + λέκτης (< λέγω), πρβλ. ναο λέκτης, χορο λέκτης] … Dictionary of Greek