χορο-διδάσκαλος

χορο-διδάσκαλος

χορο-διδάσκαλος, , der den Chor in Tanz und Gesang unterrichtet und zur Vorstellung auf dem Theater vorbereitet, übh. der den Chor einübt, welches Geschäft dem Dichter selbst oblag; Ar. Eccl. 809; Plat. Legg. II, 655 a VII, 812 e; Arist. pol. 3, 9. – Aber auch = χοραγός, κορυφαῖος, weil die ältern tragischen Dichter häufig in ihren eigenen Stücken mitspielten u. Vortänzer od. Vorsänger waren.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υμνοδιδάσκαλος — ὁ, Α ο διδάσκαλος ύμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + διδάσκαλος (πρβλ. χορο διδάσκαλος)] …   Dictionary of Greek

  • ωδοδιδάσκαλος — ὁ, Α δάσκαλος ωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + διδάσκαλος (πρβλ. χορο διδάσκαλος)] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδοδιδάσκαλος — κωμῳδοδιδάσκαλος, ὁ (Α) συγγραφέας κωμωδίας ο οποίος δίδασκε τους ηθοποιούς και τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + διδάσκαλος] …   Dictionary of Greek

  • τραγωδοδιδάσκαλος — ὁ, Α τραγικός ποιητής που διδάσκει ο ίδιος τον χορό και τους υποκριτές, ενώ παλαιότερα συμμετείχε και στις παραστάσεις τών τραγωδιών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + διδάσκαλος] …   Dictionary of Greek

  • χοροδιδάσκαλος — ο, ΝΜΑ (στην αρχ. Αθήνα) αυτός που προετοίμαζε τον χορό τού θεάτρου για τις δημόσιες παραστάσεις νεοελλ. δάσκαλος χορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + διδάσκαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”