χορηγέτης

χορηγέτης

χορηγέτης, , = χορηγός, Iamblich. V. Pyth. §. 186.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χορηγέτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγέτης — και δωρ. τ. χοραγέτας, ὁ, Α χορηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ἡγέτης* (πρβλ. στρατ ηγέτης)] …   Dictionary of Greek

  • χοραγέτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. χορηγέτης …   Dictionary of Greek

  • χορηγεσία — και δωρ. τ. χοραγεσία, ἡ, Α [χορηγέτης] χορηγία …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”