- χορηγεῖον
χορηγεῖον, τό, = χορήγιον; Ath. X, 456 e; Phryn. in B. A. 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορηγεῖον, τό, = χορήγιον; Ath. X, 456 e; Phryn. in B. A. 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορηγεῖον — the school in which a chorus was trained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγείον — και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α 1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους 2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο 3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο 4. στον πληθ. τά χορηγεῑα τα… … Dictionary of Greek
χορηγεῖα — χορηγεῖον the school in which a chorus was trained neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορήγιον — και δωρ. τ. χοράγιον, τὸ, Α [χορηγός] 1. χορηγεῑον* 2. το οικοδόμημα τής σκηνής 3. συν. στον πληθ. τὰ χορήγια τα απαραίτητα για την ζωή … Dictionary of Greek
χοραγείον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. χορηγεῑον … Dictionary of Greek