- χορο-στάτης
χορο-στάτης, ὁ, der den Chor, den Reigentanz anstellt, anführt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορο-στάτης, ὁ, der den Chor, den Reigentanz anstellt, anführt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιεροστάτης — ἱεροστάτης, ὁ (Α) επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
μεσοστάτης — μεσοστάτης, ὁ (Α) αυτός που στέκεται στο μέσο, ο μεσαίος στύλος ή παραστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + στάτης (< θ. στα τού (ἵστημι, πρβλ. στα τός), πρβλ. ιερο στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
οδοστάτης — ὁδοστάτης, ὁ (Μ) 1. αυτός που φυλάει τους δρόμους, ο οδοφύλακας 2. αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους, ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι, πρβλ. στα τός), πρβλ. μεσο στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
πυροστάτης — ο, ΝΜΑ, και πυριστάτης Α η πυροστιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο / πυρι (βλ. λ, πυρ) + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. νευρο στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
λαυροστάται — λαυροστάται, οἱ (Α) οι χορευτές τού αρχαίου δράματος τους οποίους τοποθετούσαν στον μεσαίο από τους τρεις στοίχους τού χορού, επειδή ήταν οι χειρότεροι, ώστε να είναι λιγότερο θεατοί από όσους παρακολουθούσαν το παιζόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τριτοστάτης — ὁ, θηλ. τριτοστάτις, ιδος, Α αυτός που κατέχει στον χορό την τρίτη θέση, με πρώτο τον κορυφαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. δευτερο στάτης] … Dictionary of Greek
χοροστάτης — και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. χοροστάτις, ιδος, Α αυτός που οδηγεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. πυρο στάτης] … Dictionary of Greek
αριστεροστάτης — ο (Α ἀριστεροστάτης) νεοελλ. ναυτ. αυτός που στέκεται στην αριστερή μεριά του πυροβόλου αρχ. (ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται προς τα αριστερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + στάτης < ίστημι «στήνω, στέκω, μένω σταθερός»] … Dictionary of Greek
ευστατώ — εὐστατῶ, έω (Α) είμαι σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στατώ (< στάτης < ίστημι), πρβλ. ζυγο στατώ, χορο στατώ] … Dictionary of Greek
ισοστατώ — ἰσοστατῶ, έω (Α) ισοσταθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στατῶ (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. επανα στατώ χορο στατώ] … Dictionary of Greek
ψυχοστασία — Το ζύγισμα των ψυχών πάνω σε πλάστιγγα. Η ιδέα αυτή συναντάται στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία, ως κρίση των νεκρών. Ανάλογη με τα αποτελέσματα του ζυγίσματος ήταν και η ευτυχία της μέλλουσας ζωής. Στην ομηρική εποχή, η ψ. ήταν διαφορετική και… … Dictionary of Greek