- χορο-παίγμων
χορο-παίγμων, ονος, = Folgdm, Orph. H. 23, 2, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορο-παίγμων, ονος, = Folgdm, Orph. H. 23, 2, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… … Dictionary of Greek
πολυπαίγμων — ον, Α (για χορό) αυτός που έχει πολλές φιγούρες («πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῑο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. λυσι παίγμων, φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek