- χηραμόθεν
χηραμόθεν, adv., aus den Löchern od. Höhlen, Orph.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηραμόθεν, adv., aus den Löchern od. Höhlen, Orph.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηραμόθεν — Α επίρρ. από τρύπες, από κοιλώματα («ἀολέες ἐκπρομολόντες χηραμόθεν», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μυχό θεν)] … Dictionary of Greek