χορ-αύλης

χορ-αύλης

χορ-αύλης, , Chorpfeifer, dah. – a) der den Chor mit der Flöte begleitet, zum Chortanz die Flöte bläs't, Strab. – b) der einen Chor für sich hält und sich mit ihm hören läßt, so wohl Lucill. 23 (XI, 11).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλαμαύλης — καλαμαύλης, ὁ (Α) αυτός που έπαιζε τον καλάμινο αυλό, τον κάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. ιερ αύλης, χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • κεραύλης — κεραύλης, ὁ (Α) αυλητής που έπαιζε αυλό κατασκευασμένο από κέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + αύλης (< αυλός), πρβλ. καλαμ αύλης, χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • τυμβαύλης — ὁ, Α αυτός που κατά τη διάρκεια τών κηδειών έπαιζε με τον αυλό του επιτύμβια άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • ιεραύλης — ἱεραύλης, ὁ (Α) αυτός που έπαιζε τον αυλό στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + αύλης (< αυλώ, έω) < αυλός), πρβλ. χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • πυθαύλης — ὁ, Α το μέλος με το οποίο παριστανόταν η μεταξύ Απόλλωνος και Πύθωνος μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύθια + αύλης (< αὐλός), πρβλ. χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • σπονδαύλης — ὁ, Α ο αυλητής κατά την τέλεση τών επίσημων σπονδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + αύλής (< αὐλός), πρβλ. χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”