- χορόνδε
χορόνδε, adv., zum Chor, zum Reigentanze, Il. 3, 393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορόνδε, adv., zum Chor, zum Reigentanze, Il. 3, 393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορόνδε — to the festive dance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορόνδε — Α επίρρ. στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορόν, αιτ. τού χορός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. ἀγρόν δε)] … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek