- χορτάριον
χορτάριον, τό, dim. von χόρτος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορτάριον, τό, dim. von χόρτος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορτάριον — coarse grass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτάριον — τὸ, ΜΑ βλ. χορτάρι … Dictionary of Greek
χορταρίοις — χορτάριον coarse grass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορταρίου — χορτάριον coarse grass neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτάρι — το / χορτάριον, ΝΜΑ 1. χόρτο, χλόη, πρασινάδα νεοελλ. κάθε ποώδες φυτό («και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινόμενο από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη», Σολωμ.) αρχ. μικρός χόρτος*, μικρό περιβόλι, περιβολάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος +… … Dictionary of Greek