χορτο-κόπος

χορτο-κόπος

χορτο-κόπος, Gras abhauend, mähend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καυλοκόπος — καυλοκόπος, ὁ (Μ) είδος σκουληκιού που κατατρώγει τους βλαστούς τών λάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «βλαστός» + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος, χορτο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • φυλλοκόπος — ὁ, Α κλαδευτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος, χορτο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόκοπος — ον, Α (για χόρτο) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό κοπος] …   Dictionary of Greek

  • χορτοκόπος — ο / χορτοκόπος, ον, ΝΜΑ αυτός που κόβει χόρτο, ιδίως για ζωοτροφή νεοελλ. εργαλείο για την κοπή χόρτου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκόπον χορτοκόπιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”