χορτο-φόρος

χορτο-φόρος

χορτο-φόρος, Gras, Heu, Futter tragend, hervorbringend, – herbeischaffend, zuführend, ἅμαξα Polyaen. 4, 15; Strabo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χορτοφόρος — ον, ΜΑ (για έκταση γης) αυτός που παράγει χόρτο («χωρία χορτοφόρα», Γεωπ.) αρχ. αυτός που μεταφέρει χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • χλωροφόρος — ον, Α αυτός που παράγει χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”