- χορταστικός
χορταστικός, zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορταστικός, zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορταστικός — ή, ό / χορταστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορτάζω] αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός νεοελλ. 1. άφθονος («χορταστικό παγωτό») 2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»). επίρρ... χορταστικά Ν κατά τρόπο χορταστικό … Dictionary of Greek
χορταστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί χορτασμό. 2. άφθονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορταστικώτερα — χορταστικός good for feeding neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
καπανικός — καπανικός, ή, όν (Α) (αμφβλ. ερμ.) τεράστιος ή χορταστικός («τὰ Θετταλικὰ [ενν. δεῑπνα] μὲν πολὺ καπανικώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον συγκριτ. βαθμό καπανικώτερα και προέρχεται από τη λ. καπάνη] … Dictionary of Greek
κορεστικός — ή, ό (Α κορεστικός, ή, όν) [κορέννυμι] αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός. επίρρ... κορεστικώς (Α κορεστικῶς) χορταστικά, άφθονα … Dictionary of Greek
πλησμονώδης — ῶδες, Α [πλησμονή] αυτός που επιφέρει πλησμονή, χορταστικός. επίρρ... πλησμονωδῶς Α κατά τρόπο πλησμονώδη, χορταστικά … Dictionary of Greek
λουκούλλειος — α, ο (για γεύμα), πολύ πλούσιος, χορταστικός: Οι Ρωμαίοι οργάνωναν λουκούλλεια γεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)