χαίτωμα

χαίτωμα

χαίτωμα, τό, wie von χαιτόω, = χαίτη, τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, κράνους χαίτωμα Aesch. Spt. 385.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαίτωμα — plume neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίτωμα — τὸ, Α χαίτη, λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)] …   Dictionary of Greek

  • χαίτωμ' — χαίτωμα , χαίτωμα plume neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρδωμα — το, Ν ιατρ. όγκος που αναπτύσσεται από τα υπολείμματα τής νωτιαίας χορδής, με κακή συνήθως πρόγνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. ωμα (πρβλ. χαίτη: χαίτωμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”