χαλῑνωτήρια

χαλῑνωτήρια

χαλῑνωτήρια, τά, νεῶν, Taue od. Seile, mit denen Schiffe an's Ufer gebunden werden; Eur. Hec. 539; Opp. Hal. 1, 359.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλινωτήρια — χαλῑνωτήρια , χαλινωτήρια mooring cables fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλινωτήριο — το / χαλινωτήριον, ΝΑ νεοελλ. στρ. όργανο ανάσχεσης ή απορρόφησης τής οπισθοδρόμησης τών πυροβόλων αρχ. πληθ. τὰ χαλινωτήρια (ενν. ὅπλα) τα σχοινιά με τα οποία δένεται το πλοίο στη στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινῶ / ώνω + κατάλ. τήριο(ν)*] …   Dictionary of Greek

  • χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”