χαλίκωμα

χαλίκωμα

χαλίκωμα, τό, gew. im plur. χαλικώματα, kleine Steine zum Ausfüllen od. Ausschütten beim Bauen, caementa (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλίκωμα — το, Ν 1. επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια 2. στον πληθ. τα χαλικώματα χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλιξ, ικος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)] …   Dictionary of Greek

  • χαλίκωμα — το, ατος η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικώνω, η επίστρωση εδάφους με χαλίκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”