- χαλαζίτης
χαλαζίτης, ὁ, fem. χαλαζῖτις, ιδος, hagelartig, -ähnlich, λίϑος, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλαζίτης, ὁ, fem. χαλαζῖτις, ιδος, hagelartig, -ähnlich, λίϑος, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλαζίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία και συγκεκριμένα από κόκκους χαλαζία, κολλημένους μεταξύ τους με χαλαζιακή κόλλα καθώς και από φύλλα μαρμαρυγία και σπανιότερα από χλωρίτη, τάλκη, γραφίτη κλπ. Πρόκειται για πολύ σκληρό πέτρωμα. * * * ο … Dictionary of Greek
πρωτοχαλαζίτης — ο, Ν (πετρογρ.) ιζηματογενές πέτρωμα που περιέχει σε ποσοστό 75% 95% τεμαχίδια χαλαζία μεγέθους άμμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. protoquartzite (< πρωτ[ο] * + quartzite «χαλαζίτης»)] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek