- χαλαζηδόν
χαλαζηδόν, hagelmäßig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλαζηδόν, hagelmäßig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλαζηδόν — Μ επίρρ. πυκνά σαν χαλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek