- χαλκ-ώδων
χαλκ-ώδων, οντος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Zähnen, Zacken, στόλος, Hesych., vulg. χαλκόδων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ-ώδων, οντος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Zähnen, Zacken, στόλος, Hesych., vulg. χαλκόδων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκώδων — Βασιλιάς των Αβάντων της Εύβοιας, σύζυγος της Αλκυόνης, πατέρας του Eλεφήνορα και της Χαλκιόπης. Το όνομά του έφερε παλαιότερα η Εύβοια, που λεγόταν Χαλκωδοντίδα. Κατέλαβε τη Θήβα. Την πόλη ελευθέρωσε ο Αμφιτρύων της Τίρυνθας, που σκότωσε τον… … Dictionary of Greek