- χαλκ-άρματος
χαλκ-άρματος, mit ehernem Wagen, auf ehernem Wagen fahrend, πόσις Ἀφροδίτας, Pind. P. 4, 87, d. i. Ares.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ-άρματος, mit ehernem Wagen, auf ehernem Wagen fahrend, πόσις Ἀφροδίτας, Pind. P. 4, 87, d. i. Ares.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσάρματος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χρυσό άρμα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος προσωνυμία τής Σελήνης 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι σώμα τής βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άρματος (< ἅρμα,… … Dictionary of Greek
χαλκάρματος — ον, Α (για τον Άρη) αυτός που είναι πάνω σε χάλκινο άρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + άρματος (< ἅρμα, ατος), χρυσ άρματος] … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek