προ-κατα-δύω

προ-κατα-δύω

προ-κατα-δύω (s. δύω), vorher untertauchen. – Med. u. intr. tempp. vorher untergehen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προκαταδύσεις — προκαταδύ̱σεις , πρό , κατά δύω 1 aor subj act 2nd sg (epic) προκαταδύ̱σεις , πρό , κατά δύω 1 fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσύνθετος — η, ο / πολυσύνθετος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που συγκροτείται, που απαρτίζεται από πολλά τμήματα, από πολλά στοιχεία 2. (ιδίως για φαρμακευτικά παρασκευάσματα) αυτός που αποτελείται από πολλά συστατικά 3. (για λέξη) αυτός που έχει σχηματιστεί με… …   Dictionary of Greek

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”