- χαλκο-θώραξ
χαλκο-θώραξ, ᾱκος, ὁ, ἡ, = χαλκεοϑώραξ, Ἐνυάλιος Soph. Ai. 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-θώραξ, ᾱκος, ὁ, ἡ, = χαλκεοϑώραξ, Ἐνυάλιος Soph. Ai. 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινοθώραξ — λινοθώραξ, ακος, ιων. τ. λινοθώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λινό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + θώραξ (< θώραξ), πρβλ. αιολο θώραξ, χαλκο θώραξ] … Dictionary of Greek