- χαλκο-δάμας
χαλκο-δάμας, αντος, ὁ, Erz oder Kupfer überwältigend, es angreifend, schärfend, ἀκόνα, Pind. I. 6, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-δάμας, αντος, ὁ, Erz oder Kupfer überwältigend, es angreifend, schärfend, ἀκόνα, Pind. I. 6, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκοδάμας — αντος, ὁ, Α αυτός που ακονίζει τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δάμας (< δάμνημι* «δαμάζω, καταβάλλω»), πρβλ. λεοντο δάμας, τοξο δάμας] … Dictionary of Greek