- χαλκο-ειδής
χαλκο-ειδής, ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-ειδής, ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
χαλκοειδής — ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με χαλκό 2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα τού χαλκού νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας χρυσομηλίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή (αρχ) χαρακτηρισμός τού… … Dictionary of Greek