- χαλκο-κράς
χαλκο-κράς, ᾶτος, = Folgdm, Philemon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-κράς, ᾶτος, = Folgdm, Philemon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek