- χαλκ-ουργός
χαλκ-ουργός, Kupfererz bearbeitend, der Kupferschmied, Luc. Iup. tr. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ-ουργός, Kupfererz bearbeitend, der Kupferschmied, Luc. Iup. tr. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρονουργός — ὁ, Μ ο δημιουργός τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. χαλκ ουργός] … Dictionary of Greek
χαλκουργός — ο / χαλκουργός, όν, ΝΜΑ αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την κατεργασία τού χαλκού, με την κατασκευή χάλκινων αντικειμένων, χαλκεύς, χαλκωματάς αρχ. αυτός που παράγει χαλκό («χαλκουργὰ μέταλλα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ουργός… … Dictionary of Greek