χαλκο-τύπος

χαλκο-τύπος

χαλκο-τύπος, Erz oder Kupfer schlagend, hämmernd, bearbeitend, ὁ χαλκ., der Kupferschmied, übh. der Schmied, Pallad. 95 (IX, 775); καὶ σιδηρεῖς Xen. Ages. 1, 26, vgl. Hell. 3, 4,17; Dem. 25, 38. – Erz od. Kupfer zusammenschlagend, μανίη, die Raserei der Kybelepriester, die kupferne Becken u. Pauken schlugen, Ep. ad. 147 (VI, 51), wo Jac. es von χαλκότυπος ableiten u. erklären möchte »der durch das Zusammenschlagen der Becken erregte Wahnsinn«.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεντροτύπος — κεντροτύπος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπάει με κεντρί 2. (κατά τον Ησύχ.) «κεντροτύπος μοχθηρός, φαῡλος ἤ κεντροποιός, πανοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. φαβο τύπος, χαλκο τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ …   Dictionary of Greek

  • κλεψίτυπος — η, ο (για βιβλία, συγγράμματα) αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + τυπος (< τύπος), πρβλ. κακ έκ τυπος, χαλκό τυπος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870] …   Dictionary of Greek

  • ισότυπος — η, ο (Α ἰσότυπος, ον) νεοελλ. (για ορυκτά) αυτό που έχει τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος με άλλο, αλλά δεν σχηματίζει μικτούς κρυστάλλους αρχ. 1. αυτός που έχει ίδιο σχήμα ή μορφή με κάποιον άλλο 2. (για έγγραφα) αυτός που γράφεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • χονδρότυπος — ον, Α σχηματισμένος από χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + τυπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκό τυπος, χρυσό τυπος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιότυπος — η, ο (Α ὁμοιότυπος, ον) αυτός που είναι τού ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια μορφή με έναν άλλο, ομοιόμορφος νεοελλ. 1. αυτός που έγινε κατά τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός άλλου, πανομοιότυπος 2.… …   Dictionary of Greek

  • ορειτύπος — ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, ον (Α) αυτός που εργάζεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεο / ὀρο / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο τύπος] …   Dictionary of Greek

  • χειμωνοτύπος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει κάτι με σφοδρότητα («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, ῶνος + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο τύπος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσότυπος — ον, Α κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσοτύπῳ κράνει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τυπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκό τυπος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”