- χαλκο-τόρευτος
χαλκο-τόρευτος, aus Erz od. Kupfer getrieben, geformt, Orph. H. 16, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-τόρευτος, aus Erz od. Kupfer getrieben, geformt, Orph. H. 16, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοτόρευτος — ον, Α κατεργασμένος, στολισμένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χαλκο τόρευτος] … Dictionary of Greek
χαλκοτόρευτος — ον, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χρυσο τόρευτος] … Dictionary of Greek