- χαλκο-πλάστης
χαλκο-πλάστης, ὁ, der Bildner in Erz od. Kupfer, der Kupferschmied, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-πλάστης, ὁ, der Bildner in Erz od. Kupfer, der Kupferschmied, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεροπλάστης — (I) και κηροπλάστης, ο αυτός που κατασκευάζει κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, μυθο πλάστης]. (II) κεροπλάστης, ὁ (Α) αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.… … Dictionary of Greek
ζωοπλάστης — ζωοπλάστης, ό (Α) 1. δημιουργός 2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, χαλκο πλάστης] … Dictionary of Greek
κωλοπλάστης — κωλοπλάστης, ὁ (Α) κατασκευαστής τεχνητών μελών που χρησίμευαν ως αναθηματικές προσφορές στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον «μέλος τού σώματος» + πλάστης (πλάσσω), πρβλ. κεραμο πλάστης, χαλκο πλάστης] … Dictionary of Greek
μυθοπλάστης — ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ μυθοπλάστης) αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο μυθοποιός νεοελλ. ψευδολόγος, ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + πλάστης (< πλάθω), πρβλ. θεο πλάστης, χαλκο πλάστης] … Dictionary of Greek
ψευδοπλάστης — ὁ, Α πλάστης ψευδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. χαλκο πλάστης] … Dictionary of Greek
χαλκοπλάστης — ο, ΝΑ χαλκουργός νεοελλ. γλύπτης που δουλεύει σε χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. θεο πλάστης, κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek