- χαλκο-παγής
χαλκο-παγής, ές, von Erz oder Kupfer zusammengefügt, gemacht, σάλπιγξ Antp. Sid. 10 (VI, 46).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-παγής, ές, von Erz oder Kupfer zusammengefügt, gemacht, σάλπιγξ Antp. Sid. 10 (VI, 46).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυπαγής — ἰχθυπαγής, ές (Α) αυτός που μπήγεται ή που είναι μπηγμένος μέσα στο ψάρι («ἰχθυπαγῆ ἀγκίστρων στόματα», Θεαίτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. σαρκο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κεδροπαγής — κεδροπαγής, ές (Α) κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου, κέδρινος («σανίδες κεδροπαγεῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + παγής (< πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»), πρβλ. δρυο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κραταιπαγής — κραταιπαγής, ές (Α) συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
ξενοπαγής — ξενοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει συντεθεί από ξένες ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ: νεο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
χαλκοπαγής — ές, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. δορυ παγής, ὑδρο παγής] … Dictionary of Greek