χαλιμάς

χαλιμάς

χαλιμάς, άδος, ἡ, = Folgdm, Aesch. frg. 403, die Bacchantinn, vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 473.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλιμάς — a shameless woman fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλιμάς — άδος, ἡ, Α πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα άς, άδος, που τής προσδίδει μειωτική σημ. (πρβλ. λαικ άς, μαιν άς), ενώ το θ. της παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το ρ. χαλῶ «χαλαρώνω,… …   Dictionary of Greek

  • χαλιμάδας — χαλιμάς a shameless woman fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλιμάδες — χαλιμάς a shameless woman fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλίμα — Ελληνική ονομασία της ηρωίδας στη συλλογή αραβικών παραμυθιών Χίλιες και μία νύχτες. Πρόκειται για ολόκληρη σειρά από παραμύθια, ινδικής και ιρανικής προέλευσης, που διακρίνονται για τη φαντασία τους και το ποιητικό τους περιεχόμενο και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Χαλιμά — Ελληνική ονομασία της ηρωίδας στη συλλογή αραβικών παραμυθιών Χίλιες και μία νύχτες. Πρόκειται για ολόκληρη σειρά από παραμύθια, ινδικής και ιρανικής προέλευσης, που διακρίνονται για τη φαντασία τους και το ποιητικό τους περιεχόμενο και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • χάλις — ιος, ὁ, ΜΑ 1. άκρατος οίνος, ανέρωτο κρασί («ὀλίγα φρονοῡσιν οἱ χάλιν πεπωκότες», Ιππών.) αρχ. χαλίφρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που απαντά στην ιων., ενώ αργότερα επιβίωσε μόνο ως ποιητ. τ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από… …   Dictionary of Greek

  • χαλιμάζω — και δ. γρφ. χαλικάζω Α [χαλιμάς, άδος] είμαι χαλίμα*, φέρομαι σαν πόρνη …   Dictionary of Greek

  • Κεχάγιογλου, Γιώργος — (Θεσσαλονίκη 1947 –). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας, και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια του Παρισιού. Σταδιοδρόμησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Κλιάφα, Μαρούλα — (Τρίκαλα 1937 –).Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Γαλλική Ακαδημία Αθηνών και στη σχολή Σπύρου Μελά (δημοσιογραφία). Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη λαογραφία και την παιδική λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”