- χαλκεο-κάρδιος
χαλκεο-κάρδιος, mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεο-κάρδιος, mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλονοκάρδιος — κλονοκάρδιος, ον (Α) (για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, χαλκεο κάρδιος] … Dictionary of Greek
χαλκεοκάρδιος — ον, Α αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek