- χαλκικός
χαλκικός, = χάλκεος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκικός, = χάλκεος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκικός — ή, όν, Α [χαλκός] ο αποτελούμενος από χάλκινο νόμισμα … Dictionary of Greek
χαλκικοῖς — χαλκικός in copper coin masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκικοῦ — χαλκικός in copper coin masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… … Dictionary of Greek