- προ-κατα-κόπτω
προ-κατα-κόπτω, vorher zerschlagen, βοῦν, schlachten, Antiphan. bei Ath. I, 5 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κατα-κόπτω, vorher zerschlagen, βοῦν, schlachten, Antiphan. bei Ath. I, 5 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek