κερκόπους — ο ναυτ. σύσπαστο που χρησιμοποιείται για την εκτροπή τής κέρκου προς κατάλληλη διευθέτηση τού επιδρόμου, κν. παλάγκο τής ράντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος με σημ. «μπούμα, κεραία τού ιστού τού επιδρόμου» + πους (< πούς), πρβλ. φελλό πους, χαλκό… … Dictionary of Greek
χηλόπους — ουν, Α (για τον Πάνα) αυτός που έχει πόδια με χηλές, σαν τού τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. τραγό πους, χαλκό πους] … Dictionary of Greek
σιδηρόπους — ουν, Μ αυτός που έχει σιδερένια πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] … Dictionary of Greek
φελλόπους — πουν, Α αυτός που έχει φέλλινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] … Dictionary of Greek
χαλκεόπους — οδος, ὁ, ἡ, Μ χαλκόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] … Dictionary of Greek
χλιδωνόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, ωνος «είδος κοσμήματος» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] … Dictionary of Greek
χρυσόπους — ουν, Α αυτός που έχει χρυσά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πους (< πούς*), πρβλ. χαλκό πους] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek