χαλκό-πους

χαλκό-πους

χαλκό-πους, -πουν, gen. -ποδος, erzfüßig; τρίπους Eur. Suppl. 1196; mit ehernen Füßen. oder Hufen, Beiwort des Rosses, Il. 8, 41. 13, 23; Ἐρινύς, mit ehernem, festem Tritt, Soph. El. 482; auch ὁδός, O. C. 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κερκόπους — ο ναυτ. σύσπαστο που χρησιμοποιείται για την εκτροπή τής κέρκου προς κατάλληλη διευθέτηση τού επιδρόμου, κν. παλάγκο τής ράντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος με σημ. «μπούμα, κεραία τού ιστού τού επιδρόμου» + πους (< πούς), πρβλ. φελλό πους, χαλκό… …   Dictionary of Greek

  • χηλόπους — ουν, Α (για τον Πάνα) αυτός που έχει πόδια με χηλές, σαν τού τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. τραγό πους, χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόπους — ουν, Μ αυτός που έχει σιδερένια πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • φελλόπους — πουν, Α αυτός που έχει φέλλινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόπους — οδος, ὁ, ἡ, Μ χαλκόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • χλιδωνόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, ωνος «είδος κοσμήματος» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπους — ουν, Α αυτός που έχει χρυσά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πους (< πούς*), πρβλ. χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”