- χαλκ-όπτης
χαλκ-όπτης, ὁ, = χαλκοτύπος, Inscr. 837, nach, Welcker für χαλκοκόπτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ-όπτης, ὁ, = χαλκοτύπος, Inscr. 837, nach, Welcker für χαλκοκόπτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκόπτης — ὁ, Α αυτός που λειώνει σε καμίνι τον χαλκό, που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όπτης (< ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. ἀρτ όπτης, γαστρ όπτης. Οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί αντί τών αναμενόμενων σε οπτήτης (< ὀπτῶ + κατάλ. της*) με… … Dictionary of Greek