- χαλκ-ωρυχεῖον
χαλκ-ωρυχεῖον, τό, Kupfergrube, Kupferbergwerk, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ-ωρυχεῖον, τό, Kupfergrube, Kupferbergwerk, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκωρυχείο — το / χαλκωρυχεῖον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. χαλκορυχείο Ν, και χαλκωρύχιον Α ορυχείο, μεταλλείο χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρυχεῖον (< ωρύχος < ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρυχεῖον] … Dictionary of Greek