χαμαίλεος

χαμαίλεος

χαμαίλεος, = χαμαιλέων, Nic. Th. 656.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαμαίλεος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χαμαιλέων …   Dictionary of Greek

  • χαμαιλέου — χαμαίλεος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιλέων — χαμαίλεος masc gen pl χαμαιλέων chameleon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαίλεον — χαμαίλεος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιλέων — Περιπατητικός φιλόσοφος από την Ηράκλεια του Πόντου, που έζησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και ασχολήθηκε κυρίως με καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε πολλά έργα για τους αρχαίους ποιητές, για τις αρχές της τραγωδίας και της κωμωδίας, και λόγο… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιλιός — ο, Ν χαμολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίλεος, με συνίζηση (για τον σχηματισμό βλ. και λ. χαμολιός)] …   Dictionary of Greek

  • χαμολεό — το, Ν ο χαμολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. χαμαίλεος, άλλος τ. τού χαμαιλέων (βλ. και λ. χαμολιός)] …   Dictionary of Greek

  • χαμολιός — και χαμοληός, ο, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού ζώου χαμαιλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαμολιός έχει σχηματιστεί με συνίζηση από το μτγν. χαμαίλεος, μεταπλασμένο τ. τού χαμαιλέων, κατά τη θεματική κλίση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”