- χαμαλός
χαμαλός, v. l. für χαμηλός, Strab. 10, 2,12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαλός, v. l. für χαμηλός, Strab. 10, 2,12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαλός — ή, όν, Α (πιθ. γρφ.) βλ. χαμηλός … Dictionary of Greek
χαμηλός — ή, ό / χαμηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, ή, ό, Ν, και χαμαλός, ή, όν, Α 1. αυτός που αναπτύσσεται χάμω, κοντά στο έδαφος 2. αυτός που έχει μικρό ύψος, βραχύς, κοντός νεοελλ. 1. ο κάτω τής κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή… … Dictionary of Greek