- χαμαι-βάμων
χαμαι-βάμων, ονος, auf der Erde gehend, daher niedrig, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαι-βάμων, ονος, auf der Erde gehend, daher niedrig, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
λοξοβάμων — λοξοβάμων, ον (Α) αυτός που περπατά λοξά, όπως ο καρκίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + βάμων (< βαίνω) (πρβλ. υψι βάμων, χαμαι βάμων)] … Dictionary of Greek