- χαμαι-κοίτης
χαμαι-κοίτης, ὁ, auf der Erde liegend, schlafend, Σελλοί Soph. Trach. 1156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαι-κοίτης, ὁ, auf der Erde liegend, schlafend, Σελλοί Soph. Trach. 1156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψικοίτης — κλεψικοίτης, ὁ (Α) κλεψίγαμος, μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης, χαμαι κοίτης. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
παρακοίτης — ὁ, επικ. τ. θηλ. παράκοιτις, οίτιδος, Α αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. χαμαι κοίτης] … Dictionary of Greek