- χαμαι-γενής
χαμαι-γενής, ές, auf oder von der Erde gezeugt, Beiwort der Menschen; H. h. Ven. 108 Cer. 353; Hes. Th. 879; Pind. P. 4, 98; sp. D., wie Nonn. D. 8, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαι-γενής, ές, auf oder von der Erde gezeugt, Beiwort der Menschen; H. h. Ven. 108 Cer. 353; Hes. Th. 879; Pind. P. 4, 98; sp. D., wie Nonn. D. 8, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… … Dictionary of Greek