- χαμαι-τύπος
χαμαι-τύπος, die Erde schlagend, darauf fallend; ὁ χαμ., ein Falke, der seine Beute auf der Erde stößt od. fängt, Arist. H. A. 9, 36; – ὁ, ἡ, der Hurer, die Hure, Pol. 8, 11, 11 aus Theopomp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαι-τύπος, die Erde schlagend, darauf fallend; ὁ χαμ., ein Falke, der seine Beute auf der Erde stößt od. fängt, Arist. H. A. 9, 36; – ὁ, ἡ, der Hurer, die Hure, Pol. 8, 11, 11 aus Theopomp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λατύπος — λατύπος, ὁ (Α) αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορει τύπος, χαμαι τύπος] … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… … Dictionary of Greek
μοιχοτύπη — μοιχοτύπη, ἡ (Α) μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τύπη (άλλος τ. τού τύπος < τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη, χαμαι τύπη] … Dictionary of Greek