- χαμαι-ριφής
χαμαι-ριφής, ές, auf die Erde od. zu Boden geworfen, weggekrochen, Suid. v. ὑποβολιμαῖοι; – φοίνιξ χαμαιριφής, die Erdpalme, Theophr., wenn nicht χαμαιρεπής zu schreiben ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαι-ριφής, ές, auf die Erde od. zu Boden geworfen, weggekrochen, Suid. v. ὑποβολιμαῖοι; – φοίνιξ χαμαιριφής, die Erdpalme, Theophr., wenn nicht χαμαιρεπής zu schreiben ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χθονοριφής — ές, Α 1. καλυμμένος με χώμα 2. ριγμένος καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ ή, παθ. αόρ. ἐ ρρίφ θην), πρβλ. ἀερο ριφής, χαμαι ριφής] … Dictionary of Greek