χαμαι-πετής

χαμαι-πετής

χαμαι-πετής, ές, eigtl. auf die Erde fallend, auf der Erde, im Staube liegend, niedrig; ἄνα γε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισϑ' ἀεί Aesch. Ch. 962; u. übertr., βόαμα Ag. 894; ὑψόϑεν χαμαιπετὴς πίπτει πρὸς οὖδας Eur. Bacch. 1109; στιβάς, εὐνή, Troad. 507 Cycl. 385; χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Plat. Conv. 203 d; δένδρα Pol. 13, 10, 7; Sp.; χαμαιπετῶς ἐπαιρόμενος Luc. Icarom. 10; auch niedrig von Ausdruck, de hist. conscr. 16; – verloren gehend, vergeblich, λόγος Pind. Ol. 9, 13, ἔπος P. 6, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυπετής — ές, Μ αυτός που έχει πέσει, που έχει προέλθει από πολλούς («λόγους πολυπετεῖς», Μ. Ψελλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πετής (< πίπτω), πρβλ. ευ πετής, χαμαι πετής] …   Dictionary of Greek

  • υψιπετής — ές / ὑψιπετής, ές, ΝΜΑ αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·|| αρχ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πετής (< πίπτω), πρβλ. χαμαι πετής] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιπετής — ές, ΝΜΑ χαμαίζηλος αρχ. 1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.) 2. απλωμένος στο έδαφος («ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.) 3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης* 4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”