- χαμ-ευνάς
χαμ-ευνάς, άδος, ἡ, = χαμαιευνάς; αὐτόπονος Nic. Th. 23; εὐναί Lycophr. 848; – auch = χαμαιτύπη, 319.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμ-ευνάς, άδος, ἡ, = χαμαιευνάς; αὐτόπονος Nic. Th. 23; εὐναί Lycophr. 848; – auch = χαμαιτύπη, 319.
http://www.zeno.org/Pape-1880.