- χαιρε-κακία
χαιρε-κακία, ἡ, Schadenfreude, gew. ἐπιχαιρεκακία, als v. l. Arist. magn. mor. 1, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαιρε-κακία, ἡ, Schadenfreude, gew. ἐπιχαιρεκακία, als v. l. Arist. magn. mor. 1, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισόκακος — μισόκακος, ον (Α) αυτός που μισεί το κακό, την κακία ή τους κακούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κακός (πρβλ. φιλό κακος, χαιρέ κακος] … Dictionary of Greek